ἐμβροντήτους

ἐμβροντήτους
ἐμβρόντητος
thunderstruck
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εμβρόντητος — η, ο (AM ἐμβρόντητος, ον) κατάπληκτος, σαστισμένος σαν να τόν χτύπησε κεραυνός αρχ. 1. κεραυνόπληκτος, χτυπημένος από κεραυνό 2. τρελός 3. (για ιδέα) παράλογος 4. βλάκας, ανίκανος για οποιαδήποτε αντίδραση («ἠλιθίους και ἐμβρόντητους») …   Dictionary of Greek

  • Νιγηρία — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με τον Νίγηρα, ΒΑ με το Τσαντ, Α με το Καμερούν, Ν βρέχεται από τον κόλπο της Γουινέας και Δ συνορεύει με την Μπενίν.Tο έδαφος της Ν. αποτελείται από την ένωση, κατά την αποικιακή εποχή, των διαφόρων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”